Όλα είναι έτοιμα για τη …"γιορτή":
Τα σημαιάκια, η εξέδρα των επισήμων, η μπάντα, η ίλη των τεθωρακισμένων και οι μαθητές του γυμνασίου της περιοχής, όλα σε τέλεια παράταξη...
Ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, και η σκυτάλη του φασισμού αλλάζει χέρια˙ από τον ολοκληρωτισμό του Μεταξά, στην πολεμική μηχανή των Ιταλών και Γερμανών, η απόσταση τελικά ήταν πολύ μικρή...
Ο ελληνικός λαός αντιστέκεται, πολεμάει, τραυματίζεται, προδίδεται, οπισθοχωρεί. Κι εκείνο το «Πρώτον πολεμικόν ανακοινωθέν» της 28ης Οκτωβρίου 1940, να ηχεί σαν φάλτσο ρεφρέν της ιστορίας: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις, προσβάλλουσιν από της 5:30 ώρας της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής Μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους…».
Πως, τώρα, από το ένα και μοναδικό ΟΧΙ, φτάσαμε στα χιλιάδες ΝΑΙ, είναι μια άλλη ιστορία…
Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, το ελληνικό τραγούδι ήταν παντού: στην πρώτη γραμμή του μετώπου, στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο, στα σπίτια με τα “πειραγμένα” ραδιόφωνα να πιάνουν Μέση Ανατολή, στο συνθηματικό σφύριγμα των τσιλιαδόρων. Τραγούδι παραπονεμένο, πικρό, μα τις περισσότερες φορές σατιρικό, σκωπτικό, επίκαιρο, “επιθεωρησιακό”, κι άλλες φορές μάχιμο, τραγούδι διεκδίκησης και πάθους, ακόμα και ερωτικό, με σαφή τα υπονοούμενα για μια ελεύθερη, ανεξάρτητη ζωή.
Στα εξίσου δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο, η Ελλάδα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μαζέψει τα κομμάτια της, να γιατρέψει τις πληγές της. Τότε ήταν που εμφανίστηκε στα περίπτερα και τα Πρακτορεία Αθηναϊκού Τύπου, ένα εβδομαδιαίο έντυπο που έγραψε τη δική του ιστορία στα χρόνια από το 1953 μέχρι το 1968, όπου και απαγορεύτηκε από τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Ο «Μικρός Ήρως», ήταν ένα παιδικό έντυπο (με τη σημερινή ορολογία θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε πρόδρομο των κόμικς) που αγαπήθηκε από τις πρώτες μεταπολεμικές γενιές και ιστορούσε τις περιπέτειες ενός ηρωικού παιδιού, του Γιώργου Θαλάσση, και της παρέας του (της Κατερίνας και του Σπίθα), κατά τη διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής κατοχής. Ο έφηβος Γιώργος Θαλάσσης, ένα παιδί με σχεδόν υπερφυσικές ικανότητες στρατευμένες στον αγώνα ενάντια στους κατακτητές, η Κατερίνα, γνήσια πατριώτισσα και ανομολόγητα ερωτευμένη με τον ήρωα Γιώργο Θαλάσση, και ο Σπίθας, ο ευτραφής και ατσούμπαλος μα πάντα πρόθυμος να βοηθήσει στον αγώνα πιτσιρικάς, ήταν οι κύριοι χαρακτήρες που έπλασε ο Στέλιος Ανεμοδουράς (με το ψευδώνυμο Θάνος Αστρίτης) και φιλοτέχνησε με τα σκίτσα του ο Βύρων Απτόσογλου, δίνοντας μορφή στους τρείς ήρωες και τροφοδοτώντας την φαντασία των πιτσιρικάδων της μεταπολεμικής Ελλάδας. Αντιγράφουμε από τον δικτυακό τόπο Wikipedia: «Στόχος του Ανεμοδουρά δεν ήταν τόσο η απόδοση υψηλών λογοτεχνικών εκφράσεων, όσο η χρήση λιτής και κατανοητής γλώσσας αλλά και η αποφυγή διχαστικών αναφορών, προκειμένου να επιτύχει την ανάδειξη αισθήματος πατριωτικής υπερηφάνειας και ομόνοιας, κάτι που πίστευε ότι είχε ανάγκη η “φουρνιά” των νεαρών κυρίως αναγνωστών εκείνη τη δύσκολη εποχή».
.
Μεταφερόμαστε αρκετά χρόνια μετά, στο καλοκαίρι του 1976, όταν η Ελλάδα είχε μόλις βγει από μία ακόμα δικτατορία! Το «Ελεύθερο Θέατρο», ανεβάζει την επιθεώρηση «Το τραμ το τελευταίο» στην μόνιμη, τότε, στέγη του, το Άλσος Παγκρατίου. Οι νεαροί συντελεστές της παράστασης (ανάμεσά τους η Άννα Παναγιωτοπούλου, ο Σταμάτης Φασουλής, ο Κώστας Αρζόγλου και πολλοί άλλοι), στήνουν μια παράσταση με επιθεωρησιακά νούμερα που ζωντάνευαν τις παιδικές μνήμες της γενιάς τους. Όπως είναι φυσικό, δε θα μπορούσε να απουσιάζει ο «Μικρός Ήρως» και η παρέα του, που από σκίτσα σε φτηνό χαρτί της δεκαετίας του ’50, αναλάμβαναν ξανά “δράση” μπροστά στα δακρυσμένα από συγκίνηση μάτια των θεατών. Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, που επί χρόνια έντυσε με μουσική τις επιθεωρήσεις του «Ελεύθερου Θεάτρου» και αργότερα της «Ελεύθερης Σκηνής», έφτιαξε ένα τραγούδι που επί σκηνής τραγουδούσαν ο Ντίνος Λύρας στο ρόλο του Γιώργου Θαλάσση, η Υβόνη Μαλτέζου ως Κατερίνα και ο Γιώργος Σαμπάνης ως Σπίθας.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1984 με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τον Αντώνη Πυλιαρό στο “ρόλο” του Γιώργου Θαλάσση.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ
Από τη μια οι Ιταλοί κι οι Γερμανοί
για να σε βρουν αναστατώνουν την Αθήνα,
κι από την άλλη του πατέρα μου η φωνή:
“νομίζω πως το κρύβει στην κουζίνα”.
Εσύ να παίζεις με το θάνατο κρυφτό
κι αυτοί να σκίζουνε τα τεύχη τα κρυμμένα,
μη σε τρομάζει το διπλό κυνηγητό
εσύ τους Γερμανούς κι αυτοί εμένα.
Που είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει
καλέ μου φίλε, Γιώργο Θαλάσση
που είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει
Μικρέ μου Ήρωα, Γιώργο Θαλάσση.
- “Εγώ δεν ξεκουράζομαι ποτέ
είμαι παντού όπου το χρέος με προστάζει,
κι όσο θα υπάρχουνε στη γη κατακτηταί
θα τους συντρίβω και το αίμα τους θα στάζει”.
Πίσω απ’ τον τοίχο ο ασύρματος καλεί
είναι απ’ τη Μέση Ανατολή, απ’ το αρχηγείο,
θα σου αναθέσουν μια καινούργια αποστολή
με ευχές για καλή τύχη απ’ τον «Χ2».
Η Κατερίνα σ’ αγαπούσε σιωπηλά
αλλά κι εσύ το ίδιο αγνά την αγαπούσες,
χωρίς τον Σπίθα ίσως να ‘ταν πιο καλά
παρ’ όλ’ αυτά εσύ τον συγχωρούσες.
Όταν ακούω να μιλάνε γι’ Αφρική
για Βερολίνο, Βενετία και Παρίσι,
σκέφτομαι, λέω, που να ξέραν μερικοί
πως σ’ όλα αυτά τα μέρη εγώ έχω ζήσει.
Πως όταν ήταν στην Ελλάδα κατοχή
μέσα στις σφαίρες, μες στο κρύο, μες στην πείνα,
με τους Εγγλέζους να εξοπλίζουνε τη “Χι”
μου έδειχνες μια ξένοιαστη Αθήνα.
Εσύ μπορούσες να οδηγήσεις φορτηγό
μοτοσικλέτα, οτομοτρίς κι αεροπλάνο,
κι όπου κι αν ήσουν πάντα δίπλα ήμουν κι εγώ
μαζί σου ή να ζήσω ή να πεθάνω.
Ήσουνα πάντα εκδικητής και τιμωρός
γι’ αυτόν που γέμισε τον τόπο με στρατό του,
και μ’ ένα χτύπημά σου έπεφτε ο φρουρός
με μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό του.
Μπορούσες πάλι να ημερεύεις τα σκυλιά
με κάποιο σφύριγμα που σού ‘μαθε τσοπάνος,
κι έτσι που πέταγες με κόλπο τη θηλιά
θα έπρεπε να είσαι Αμερικάνος.
Τι να σου πω, τι να σου πω, τι να σου πω
που να μην το ‘χει πει κανένας για κανέναν
εγώ μονάχα ένα πράγμα θα σου πω
μου φτάνει πως μεγάλωσα με σένα.
Που είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει
καλέ μου φίλε, Γιώργο Θαλάσση
όπου κι αν είσαι, θα ‘χεις γεράσει
Μικρέ μου Ήρωα, Γιώργο Θαλάσση.
Ο Κηλαηδόνης κλείνει μέσα σε ένα μονάχα τραγούδι τις μνήμες μιας ολόκληρης γενιάς, που έζησε την παιδική της ηλικία σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα προσπαθούσε να ξεχάσει και να ανασυνταχτεί. Έπρεπε οπωσδήποτε να εφευρεθεί ένα ήρωας! Ένας ήρωας της δικιάς τους ηλικίας, που θα ενώνει και δε θα χωρίζει, ένας αγνός πατριώτης που θα μάχεται για το καλό της Ελλάδας. Ένας σύγχρονος αναγνώστης, το πιο πιθανό είναι να βρει πολλά λογοτεχνικά και κυρίως ιδεολογικά “στραβοπατήματα” στα κείμενα του «Μικρού Ήρωα». Μια τέτοια ανάγνωση όμως, θα οδηγούσε σε συμπεράσματα που παραβλέπουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο αγαπήθηκε ο «Μικρός Ήρως» από τους πιτσιρικάδες της μεταπολεμικής Ελλάδας. Αξίζει να επισημάνουμε και αυτό που με τόσο όμορφο τρόπο λέει και ο Κηλαηδόνης στις δύο πρώτες στροφές του τραγουδιού: ότι οι γονείς (και φυσικά οι δάσκαλοι και οι καθηγητές) ήταν πολέμιοι του «Μικρού Ήρωα», όχι φυσικά γιατί περνούσε μηνύματα υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς (μη ξεχνάμε ότι ο απόηχος του εμφυλίου ήταν για πολλά χρόνια παρόν στην ελληνική κοινωνία, πόσο μάλλον κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘50), αλλά γιατί κρατούσε μια ουδέτερη στάση ανάμεσα στις δύο πλευρές, κάτι που για εκείνη την εποχή ήταν τουλάχιστον …ύποπτο. Και βεβαίως, δεν είναι καθόλου τυχαίο που η κυκλοφορία του περιοδικού διακόπηκε από την χούντα, κατά τον πρώτο χρόνο της επιβολής της, το 1968.
Αντίθετα, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στο τραγούδι του, περνάει από το προσωπικό του φίλτρο την πορεία που χάραξε στην παιδική του ηλικία ο «Μικρός Ήρως» και φτιάχνει μια μουσική με σαφείς πολιτικές αναφορές. Αν και ο ρυθμός του παραπέμπει σε στρατιωτικό μαρς, η μουσική του ρεφρέν και ιδιαίτερα η επανάληψή της μετά τα “λόγια” του “Μικρού Ήρωα”, είναι δανεισμένη από τον Ύμνο του ΕΛ.Α.Σ., μέρος του οποίου τραγούδησε ο Διονύσης Σαββόπουλος στην δεύτερη, αποσπασματική εκτέλεση του τραγουδιού στην τηλεοπτική εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι»: «Με το ντουφέκι μου στον ώμο, σε πόλεις, κάμπους και χωριά…». Μη ξεχνάμε ότι ο Κηλαηδόνης έγραψε το τραγούδι κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, κι αυτό έχει τη δική του σημασία. Να λοιπόν, πως ένα επιθεωρησιακό τραγούδι μπορεί να εξυπηρετεί από τη μία τις ανάγκες ενός θεατρικού σκετς, κι από την άλλη να συγκινεί, να περιγράφει μια ολόκληρη εποχή, να κλείνει μέσα του μνήμες και αισθήματα ακριβά.
Το πρόγραμμα της παράστασης του Ελεύθερου Θεάτρου «Το τραμ το τελευταίο» (καλοκαίρι 1976)
Ο «Μικρός Ήρως» είναι ένα ανάγνωσμα που σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να απασχολήσει τη σύγχρονη γενιά, ούτε καν σαν μουσειακό είδος! Μπορεί να μεγάλωσε δύο γενιές πιτσιρικάδων στην μεταπολεμική Ελλάδα, να ανατυπώθηκε μέχρι και σήμερα τρείς φορές, να τιμήθηκε σε εκδηλώσεις και θεατρικές παραστάσεις και τα πρώτα τεύχη του να πωλούνται σήμερα πανάκριβα από τους συλλέκτες, όμως παραμένει ένα έντυπο που “μιλάει” σχεδόν αποκλειστικά στις καρδιές εκείνων που έζησαν τα παιδικά τους χρόνια συντροφιά με τα ανδραγαθήματα του «Μικρού Ήρωα». Σε εμάς, τους νεότερους, μένει αυτό το πολύ όμορφο τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη να μας ιστορεί πως κάποτε, για κάποιους πιτσιρικάδες, η ανάγνωση ενός εφηβικού εντύπου ήταν πράξη “ηρωική”, αντίστοιχη των ιστοριών του “παιδιού - φάντασμα”, του Γιώργου Θαλάσση και της τολμηρής παρέας του. Η μνήμη σώζεται ακόμα και μέσα από τις κίτρινες σελίδες ενός “αθώου” και ηθικοπλαστικού παιδικού εντύπου. Όπως ακριβώς σώζεται και μέσα από ένα τραγούδι, από δυο στίχους, από εκείνο το «μη σε τρομάζει το διπλό κυνηγητό / εσύ τους Γερμανούς κι αυτοί εμένα»…
Μάθημα σε σχολείο. Κανάλια Βόλου, Ιούλιος 1946
Φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου (1898 – 1989)
------------------------
Για πρώτη και μοναδική φορά, ας μου επιτραπεί μια προσωπική αφιέρωση αυτού του κειμένου: σε εκείνον που μού διάβαζε αποσπάσματα του «Μικρού Ήρωα», μιας και γω ήμουν αρκετά τεμπέλης για να το κάνω από μόνος μου… «Εγώ μονάχα ένα πράγμα θα σου πω: μου φτάνει πως μεγάλωσα με σένα»…
.